αζέσταγος

αζέσταγος
αζέστατος, η , ο
1) неподогретый, холодный (о пище); 2) ненатопленный или не поддающийся отапливанию, холодный;

σπίτι αζέσταγο — дом, который невозможно отопить


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αζέσταγος" в других словарях:

  • αζέσταγος — αζέσταγος, η, ο και αζέστατος, η, ο αυτός που δε ζεστάθηκε ή δεν μπορεί να ζεσταθεί: Σέρβιρε το φαΐ αζέσταγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»